εὐνοία — εὐνοίᾱ , εὔνοια goodwill fem nom/voc/acc dual εὐνοίᾱ , εὔνοια goodwill fem nom/voc/acc dual (ionic) εὐνοίᾱ , εὔνοια goodwill fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐᾱ , εὔνοια goodwill fem nom/voc/acc dual εὐνοΐᾱ , εὔνοια goodwill fem … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔνοια — goodwill fem nom/voc sg εὔνοιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
εύνοια — η 1. ενδιαφέρον, αγαθή διάθεση, προστασία: Έχει την εύνοια του προϊσταμένου του. 2. προτίμηση, μεροληπτικό ενδιαφέρον: Εύνοια της τύχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐνοίας — εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem acc pl εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem gen sg (attic doric aeolic) εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem acc pl (ionic) εὐνοίᾱς , εὔνοια goodwill fem gen sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐᾱς , εὔνοια goodwill fem acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοίαι — εὐνοίᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) εὐνοίᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐαι , εὔνοια goodwill fem nom/voc pl εὐνοΐᾱͅ , εὔνοια goodwill fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοίαν — εὐνοίᾱν , εὔνοια goodwill fem acc sg (attic doric ionic aeolic) εὐνοΐᾱν , εὔνοια goodwill fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔνοι' — εὔνοια , εὔνοια goodwill fem nom/voc sg εὔνοιαι , εὔνοια goodwill fem nom/voc pl εὔνοια , εὔνοιος neut nom/voc/acc pl εὔνοιε , εὔνοιος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοιῶν — εὔνοια goodwill fem gen pl εὔνοια goodwill fem gen pl (ionic) εὐνοϊῶν , εὔνοια goodwill fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνοίαις — εὔνοια goodwill fem dat pl εὔνοια goodwill fem dat pl (ionic) εὐνοΐαις , εὔνοια goodwill fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)